ρηξίχθων

ρηξίχθων
και ῥηξίκθων και ῥησίχθων, -ον, Α
(συν. ως επίθ. χοίρου) αυτός που ανοίγει ρήγματα, σχισμές στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. δαμασί-χθων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥηξίχθων — bursting forth from the earth masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηξίχθον' — ῥηξίχθονα , ῥηξίχθων bursting forth from the earth masc acc sg ῥηξίχθονι , ῥηξίχθων bursting forth from the earth masc dat sg ῥηξίχθονε , ῥηξίχθων bursting forth from the earth masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρηξίκθων — ον, Α βλ. ῥηξίχθων …   Dictionary of Greek

  • ρησίχθων — ον, Α βλ. ῥηξίχθων …   Dictionary of Greek

  • ρησιχθόνη — ή, Α προσωνυμία χθόνιας θεότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥηξίχθων / ῥησίχθων] …   Dictionary of Greek

  • χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”